- μικρογραφία
- Μικρή εικόνα, ζωγραφισμένη στα παλιά κείμενα, με σκοπό να τα καταστήσει και οπτικά εύληπτα. Η μ. είναι πανάρχαιο είδος. Εμφανίστηκε περίπου πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών της αρχαίας Αιγύπτου και ήταν διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα στις εικονογραφήσεις των ομηρικών επών.
Στην παλαιοχριστιανική εποχή πολλοί ιστορημένοι (στολισμένοι δηλαδή με μικρογραφίες) κώδικες αντέγραψαν μάλλον πιστά τα ελληνιστικά πρότυπα. Τέτοιο χειρόγραφο είναι τα Αποσπάσματα της Ιλιάδος (Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη, Μιλάνο) του τέλους του 5ου ή των αρχών του 6ου αι. Μία από τις παλιότερες σχολές μ. ήταν η συροπαλαιστινιακή, χαρακτηριστική για την εξπρεσιονιστική έκφρασή της, που εμφανίστηκε τον 6o αι. και άφησε σημαντικά έργα όπως τη Γένεση της Βιέννης (Εθνική Βιβλιοθήκη, Βιέννη).
Ενώ στην Ανατολή η μ. διαδόθηκε στις κοπτικές χώρες και στις μονές του Άθω, στη Δύση, παρά τις συνεχείς επαφές με την Ανατολή, πρωτότυπες μορφές ανέπτυξε από τον 6o αι., ιδιαίτερα στην ιρλανδική μ. (6ος - 8ος αι.) και αργότερα στην επιτηδευμένη και κλασικίζουσα καρολίγγεια μ., που επηρέασε την οθωνική, η οποία δεχόταν επιδράσεις και από παλαιοχριστιανικά πρότυπα.
Στον Μεσαίωνα η μ. έπαιξε σημαντικό ρόλο, επειδή τα ιστορημένα χειρόγραφα χρησίμευσαν στη διάδοση των εικονογραφικών τύπων και των ζωγραφικών ρυθμών επηρεάζοντας συχνά την τέχνη των φορητών εικόνων και των τοιχογραφιών. Τον 11o και τον 12o αι. η μ. γνώρισε μεγάλη ακμή στην Αγγλία, ενώ στη γοτθική περίοδο διαδόθηκαν οι μ. της νατουραλιστικής και αφηγηματικής παρισινής σχολής με τον Ζαν Πισέλ, τον Ζακμάρ ντε Εντέν κ.ά., και οι αυστριακές μ., που εικονογραφούσαν τα χειρόγραφα με σχέδια με πένα, επηρεασμένα από τις μεγάλες σχολές του Σάλτσμπουργκ και της Ρατισβόνης. Σημαντικό κέντρο μ. στην Ιταλία υπήρξε το Μοντεκασίνο. Στη γοτθική περίοδο ο Σιμόνε Μαρτίνι, ο μικρογράφος του κώδικα του Αγίου Γεωργίου, και ο Τζοβανίνο ντέι Γκράσι έδωσαν μεγάλη ώθηση στη μ. του 14ου αι. και του Διεθνούς γοτθικού ρυθμού. Στην Αναγέννηση, εποχή ακμής των σχολών της Φλάνδρας, της Βουργουνδίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, η μ. απέκτησε μεγαλύτερη αυτονομία σε σχέση με το κείμενο και αντανακλούσε με τον διακοσμητικό της πλούτο την αυλική ζωή. Οι πιο φημισμένοι μικρογράφοι της εποχής ήταν οι Γάλλοι αδελφοί Λιμπούργκ, ο Μπουρντισόν και ο Φουκέ, οι Ιταλοί Αταβάντε Φιορεντίνο και Ταντέο Κριβέλι, που μαζί με άλλους βοηθούς εικονογράφησε τη Βίβλο του Μπόρσο ντ’ ‘Εστε (1455-62) της Βιβλιοθήκης Εστένσε της Μοδένας.
Με την εφεύρεση της τυπογραφίας η μ. άρχισε να παρακμάζει στη Δύση, ενώ στην Ανατολή διατηρήθηκε στη Συρία και στα νέα κέντρα της Περσίας, της Μοσούλης και της Βαγδάτης.
βυζαντινή μ. Στο Βυζάντιο η τέχνη της μ. ακολούθησε βασικά την εξέλιξη της βυζαντινής ζωγραφικής, είχε όμως μια σχετική αυτοτέλεια στο ύφος και έναν κύκλο θεμάτων πολύ ευρύτερο από εκείνον της ζωγραφικής των εικόνων και των τοιχογραφιών. Η ελευθερία αυτή στο ύφος και στην επιλογή των θεμάτων συναντάται ιδίως στις μ. που κοσμούν κώδικες με κοσμικό περιεχόμενο ή πάντως όχι άμεσα λειτουργικό: ιστορικές συγγραφές, μυθιστορήματα (του Μεγάλου Αλέξανδρου, του Βαρλαάμ και Ιωασάφ κ.ά.), ομιλίες πατέρων της Εκκλησίας, βίοι αγίων κ.ά. Πιο συντηρητικό χαρακτήρα έχουν οι μ. των λειτουργικών βιβλίων: Μηναίων, Ψαλτηριών, Ευαγγελίων, στα οποία συνήθως συναντώνται τα πορτραίτα των τεσσάρων ευαγγελιστών. Όσο για την τεχνοτροπία, διαμορφώθηκαν κυρίως δύο σχολές κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο: της Αλεξανδρείας, που συνέχισε την κλασικίζουσα ζωγραφική παράδοση των ελληνορωμαϊκών χρόνων, και της Αντιοχείας, με χαρακτηριστικά στοιχεία ανατολικής (συριακής και κυρίως περσικής) προέλευσης. Και οι δύο αυτές τάσεις συγχωνεύθηκαν στη λεγόμενη σχολή της Κωνσταντινούπολης, της οποίας τα πιο πρώιμα δείγματα ανάγονται στον 6o αι. (ιστορημένος κώδικας ευαγγελίων της επισκοπής του Ροσάνο της Καλαβρίας, θεολογικός κώδικας Βιέννης 31, που περιέχει τη Γένεση, κι ο εικονογραφημένος Διοσκορίδης της Βιέννης). Σε αυτή τη σχολή της Κωνσταντινούπολης, που ωρίμασε και επικράτησε οριστικά μετά την κρίση της Εικονομαχίας, ανήκουν τα περισσότερα και τα πιο λαμπρά δείγματα ιστορημένων κωδίκων που περισώθηκαν μέχρι σήμερα, όπως ο περίφημος για τις μ. του παρισινός κώδικας 510 (Ομιλίες του Γρηγορίου Ναζιανζηνού), φιλοτεχνημένος για τον αυτοκράτορα Βασίλειο A’ (9ος αι.), το εικονογραφημένο Ψαλτήρι της Μαρκιανής βιβλιοθήκης της Βενετίας, κτήμα του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου (11ος αι.), το παρισινό χειρόγραφο (Coislin 79) με ομιλίες του Χρυσόστομου, διακοσμημένο με μ. κατά παραγγελία του αυτοκράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη (11ος αι.), το ιστορημένο ευαγγέλιο (παρισινός κώδ. 1.242) του Ιωάννη Καντακουζηνού (14ος αι.) κ.ά. Πλάι στα εξαίρετα αυτά δείγματα της βυζαντινής μ. της ώριμης περιόδου, την οποία αντιπροσωπεύει η σχολή της Κωνσταντινούπολης, πρέπει να μνημονευθούν και οι λαμπρές επιβιώσεις της κλασικίζουσας Αλεξανδρινής σχολής κατά τον 9o αι.: το παρισινό Ψαλτήρι (αριθ. 139), ο Βατικανός κώδικας (αριθ. 699) του Κοσμά του Ινδικοπλεύστη κ.ά. Μετά την Άλωση η τέχνη της μ. ξέπεσε. Αν εξαιρέσει κανείς τον Μαρκιανό κώδικα με τις μ. ιταλοβυζαντινής τεχνοτροπίας του κρητικού ιερέα Γεωργίου Κόντζα, στα ελάχιστα αξιόλογα ιστορημένα μεταβυζαντινά χειρόγραφα επιβιώνει απλώς η βυζαντινή παράδοση.
Διακοσμητικό επίτιτλο από βυζαντινό χειρόγραφο. Τα επίτιτλα και τα περίτεχνα αρχικά γράμματα, με μοτίβα από τον φυτικό και τον ζωικό κόσμο ή με εντελώς αφηρημένα σχέδια, κοσμούν συνήθως την πρώτη σελίδα των χειρογράφων, είναι δε και αυτά έργα των «ερυθρογράφων» ή «χρυσογράφων», δηλ. των ειδικών γραφέων, που αναλάμβαναν την καλλιτεχνική διακόσμηση των κωδίκων.
Το Όραμα του Ιεζεκιήλ, μικρογραφία από τον ιστορημένο παρισινό κώδικα 510, που φιλοτεχνήθηκε για τον αυτοκράτορα Βασίλειο Α’ τον Μακεδόνα (867-866) (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι).
Μικρογραφία από το «Μυθιστόρημα του Μ. Αλεξάνδρου», που έχει εκδώσει ο ακαδημαϊκός Ανδρέας Ξυγγόπουλος. Περίεργος συγκερασμός βυζαντινών, φραγκικών και μουσουλμανικών στοιχείων, οι μικρογραφίες αυτές, οι οποίες εικονίζουν επεισόδια που αναφέρονται στο κείμενο, έγιναν πιθανότατα στην Κρήτη και χρονολογούνται στον 14o αι. (Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών, Βενετία).
Μικρογραφία που απεικονίζει τη διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας, από το περίφημο ιστορημένο Ψαλτήρι του 9ου αι. (παρισινός κώδικας 139)(Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι).
Μικρογραφία από κώδικα του εργαστηρίου του Φλωρεντινού Αταβάντε.
Προσωπογραφία του δούκα του Μαμάουθ, μικρογραφία της εποχής.
Μικρογραφία από το αιγυπτιακό «Βιβλίο των Νεκρών».
Περσική μικρογραφία του 16ου αι.
Μικρογραφία από το «Ψαλτήριο του αγίου Λουδοβίκου», του 13ου αι.
Το αρχικό γράμμα μικρογραφίας από το «Βιβλίο του Ιώβ».
* * *η (Μ μικρογραφία)νεοελλ.1. ζωγραφική τέχνη η οποία αναπαριστά πρόσωπα ή αντικείμενα σε μικρές διαστάσεις2. συνεκδ. έργο, αντικείμενο τέχνης μικρών διαστάσεων, το οποίο έχει εκτελεστεί με εξαιρετική λεπτότητα, αλλ. μινιατούρα3. ζωγραφική παράσταση μικρών διαστάσεων που κοσμεί τις σελίδες χειρογράφου4. γραφή με μικροσκοπικά γράμματα5. φωτογράφηση ή έρευνα που γίνεται με μικροσκόπιο, σε αντιδιαστολή προς αυτήν που γίνεται με γυμνό οφθαλμό ή με απλό φακό6. η τέχνη τού μικρογράφουμσν.η γραφή με βραχύ φωνήεν.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -γραφία (< -γράφος < γράφω), πρβλ. αγγλ. micrography].
Dictionary of Greek. 2013.